ρέβω

ρέβω
και ρεύω Ν
1. γίνομαι ερείπιο, καταρρέω («έρεψε το σπίτι»)
2. μτφ. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι («έχει ρέψει από την πολλή δουλειά»)
3. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ κάποιον («τον έχει ρέψει η φτώχεια»)
4. φρ. «το έρεψε στο ξύλο» — το έδειρε μέχρι εξαντλήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔρρεψα, (άλλος τ. τού αορ. ἔρρευσα) τού ῥέω κατά το σχήμα έτριψα: τρίβω (πρβλ. κλέβω: έκλεψα, αόρ. τού κλέπτω). Ο τ. ρεύω κατ' επίδραση τού αορ. έρρευσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρέβω — (ρέβω), έρεψα → δες έρεψα Σημειώσεις: (ρέβω) : σύμφωνα με το Ετυμολογικό Λεξικό του Ανδριώτη, προέρχεται από το έρρεψα < έρρευσα, αόρ. του αρχαίου ρ. ρέω, κατά το σχήμα έτριψα < τρίβω. Στη Μεγάλη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941, 347)… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρέβω — έρεψα, λιώνω, φθίνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Η αρρώστια τον έρεψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έρεψα — (κατά το έσκαψα βλ. πίν. 7 , αόρ. του ρ. ρέβω, που δε χρησιμοποιείται) → δες σημείωση για ρ. ρέβω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρέψι — το, Ν [ρέβω] πολύ παλιό ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • ρεύω — Ν βλ. ρέβω …   Dictionary of Greek

  • ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου …   Dictionary of Greek

  • ρόβολος — ο, Ν κατήφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει < *ρεβό βολος (< ρέβω «γίνομαι ερείπιο, καταρρέω» + βόλος < βάλλω) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς: αμφιφορεύς), βλ. και λ. ροβολώ] …   Dictionary of Greek

  • ρεύω — βλ. ρέβω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”